- ροδομάλον
- τὸ, Αροδόμηλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροδόμηλον — και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α 1. ροδόχρωμο μήλο 2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα 3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον] … Dictionary of Greek